αἰθιοπικοῦ

αἰθιοπικοῦ
Αἰθιοπικός
Burnt-face
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αἰθιοπικοῦ — Αἰθιοπικός Burnt face masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο …   Dictionary of Greek

  • Τάνα — Λίμνη της βορειοδυτικής Αιθιοπίας, που βρίσκεται σε υψόμ. 1.830 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, στην καρδιά του Αιθιοπικού υψιπέδου, μεταξύ Αμάρα και Γκοτζιάμ, και καταλαμβάνει τον βυθό μιας εκτεταμένης πεδινής λεκάνης, την οποία έφραξαν στα Ν …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μπαραμπουράδες — Μπαραμπουράδες, οἱ (Μ) ονομασία αιθιοπικού φύλου εγκατεστημένου στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. Barābira, πληθ. τού Barbarī] …   Dictionary of Greek

  • ιμαντόπους — (Ηimantopus himantopus). Επιστημονική ονομασία πτηνού της οικογένειας των ανωραμφιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Οι κοινές ονομασίες του είναι καλαμοκανάς και αδραχτάς. Είναι διαδεδομένο στην κεντρική Ευρώπη, στις παραμεσόγειες περιοχές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”